φτεροκοπώ

φτεροκοπώ
-ησα,αμτβ. (για πουλιά), χτυπώ τον αέρα με τα φτερά μου, φτερουγίζω ζωηρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτεροκοπώ — άω, Ν (για πτηνό) χτυπώ τον αέρα με τις φτερούγες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • φτεροκόπημα — το, Ν [φτεροκοπώ] 1. η ενέργεια τού φτεροκοπώ 2. συνεκδ. ο θόρυβος που παράγεται κατά το φτεροκόπημα …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • αναπτερύσσομαι — ἀναπτερύσσομαι (Μ) αναπτερυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»] …   Dictionary of Greek

  • πτερύσσομαι — ΜΑ [πτέρυξ, υγος] (για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά αρχ. 1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ 2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω …   Dictionary of Greek

  • φτεροχτυπώ — άω, Ν φτεροκοπώ …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • φτεροχτυπώ — φτεροχτύπησα, αμτβ., φτεροκοπώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”